Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Τραγούδαγε την Ελλάδα κι όλη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί της

της Κατερίνας Κ. Πετρίδου

Φέτος που συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση της Σοφίας Βέμπο (1910-2010), το αφιέρωμα αυτό έρχεται να καλύψει κενά μνήμης σε όσους την πρόλαβαν, αλλά κυρίως να βοηθήσει τους νεώτερους να γνωρίσουν μια τραγουδίστρια που αξιώθηκε να γίνει το σύμβολο ενός ολόκληρου λαού και να συνδέσει το όνομά της με τη νεώτερη ιστορία του Έθνους. Η Σοφία Βέμπο (1910-1978) υπήρξε η τραγουδίστρια όλων των Ελλήνων. Με την τόσο χαρακτηριστική χροιά της φωνής της, με το τεράστιο καλλιτεχνικό εκτόπισμα και την ισχυρή προσωπικότητά της κατόρθωσε ν’ ανέβει στην κορυφή μιας μοναδικής πανελλήνιας αποδοχής.

Δεν ήταν δα και τόσο σπουδαίες όλες οι συνθέσεις που ερμήνευε. Όμως εκείνη και το πιο αδιάφορο τραγούδι τού έδινε πνοή, το μεταμόρφωνε, το απογείωνε. Είχε τη μοναδικότητα να ταυτίζεται με τη σύνθεση και τους στίχους κάθε τραγουδιού και παράλληλα να είναι και διαφορετική σε κάθε κομμάτι. Σ’ όποιο θέατρο κι αν εμφανιζόταν σπάζανε οι πόρτες. Το ραδιόφωνο μετέδιδε συνέχεια τραγούδια της και οι δίσκοι της κάνανε ρεκόρ πωλήσεων.

Αυτοδίδακτη, απελευθερωμένη από σχολές κι ωδεία, χωρίς ποτέ να έχει πάρει μαθήματα τεχνικής, ώστε να έχει αποκτήσει γνώσεις που πιθανόν και να την οδηγούσαν στην τυποποίηση, έφθασε εκεί που έφθασε. Παρά την έλλειψη μουσικής παιδείας μπόρεσε να ξεφύγει από την τυποποίηση και τα κλισέ της εποχής και να δημιουργήσει δική της σχολή. Η Σοφία έχοντας μεγαλώσει μέσα στην ανέχεια, σε χρόνια μεγάλων αναταραχών και πολιτικής αστάθειας, zήτημα είναι αν είχε παρακολουθήσει μια-δυο τάξεις του Δημοτικού.

Στο τραγούδι βγήκε εντελώς τυχαία όταν κάποιος ιμπρεσάριος την άκουσε να τραγουδά στο πλοίο που τη μετέφερε από τον Βόλο στη Θεσσαλονίκη, όπου πήγαινε να βρει δουλειά. Έτσι τον Οκτώβρη του 1933 ξεκίνησε δειλά-δειλά τις πρώτες της εμφανίσεις στο καφενείο «Αστόρια Β΄», στην παραλία της Θεσσαλονίκης, με το όνομα Έφη Μπέμπο. Στη συνέχεια κατέβηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933» στο θέατρο Κεντρικόν.

Το πρώτο δικό της τραγουδι, το πρώτο τραγούδι της καριέρας της ήταν η «Όμορφη τσιγγάνα». Από τις πρώτες κιόλας εμφανίσεις άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της και πολύ γρήγορα μπήκε στη δισκογραφία. Το πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησε ήταν το «Μη ζητάς φιλιά» (1934) οι πωλήσεις του οποίου ξεπέρασαν και τις πιο ευοίωνες προβλέψεις. Τραγούδησε και τί δεν τραγούδησε πριν το 1940! Ενδεικτικά: «Ζεχρά», «Συγγνώμη σου ζητώ», «Ψαροπούλα», «Κάποιο μυστικό», «Κλαις», «Πόσο λυπάμαι», «Στην ακρογιαλιά», «Χειμώνας», «Στη Λάρ’ σα βγαίν’ ο Αυγερινός», «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά», «Το καινούργιο φεγγάρι», «Τα δικά σου τα μάτια», «Αγκαλιά εγώ και ‘συ στ’ αμπαζούρ το θαλασσί», «Ραμόνα», «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει» και πολλά, πολλά ακόμα. Όλες αυτές οι προπολεμικές ηχογραφήσεις αποδεικνύουν ότι η Βέμπο ήταν το ερμηνευτικό μεγαθήριο της ελληνικής δισκογραφίας  πριν το 1940.

Και φθάνει το 1940. Το τραγούδι που έφερε την έκρηξη στην καριέρα της, το τραγούδι που υπήρξε η αφετηρία του μεγάλου της έρωτα με τον Μίμη Τραϊφόρο (συνεργάτη, στιχουργό, σύντροφο και αργότερα σύζυγό της), το τραγούδι που έδωσε ψυχή σε μια χούφτα τρελών που ξευτέλισε μια ολόκληρη αυτοκρατορία, ήταν το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά». Το απλό αυτό τραγούδι δοσμένο με το πάθος, την ερμηνεία και την επική φωνή της Σοφίας συγκλόνιζε. Πολλοί είπαν πολεμικά τραγούδια. Κανένα όμως δεν γνώρισε την αποθέωση που γνώρισαν τα δικά της: «Κορόιδο Μουσολίνι», «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», «Άρχισ’ ο χειμώνας πάλι», «Η γαλανή μας χώρα», «Θα τελειώσει ο πόλεμος», «Αγαπημένε μου», «Θα νικήσουμε», «Μας χωρίζει ο πόλεμος, «Μαριώ», «Νίκη», «Πω, πω, τι έπαθε ο Μουσολίνι», «Στον πόλ’ μο βγαίν’ ο Ιταλός»… Αναμφισβήτητα χρειάζονται κότσια, θάρρος, αλλά προπάντων λεβεντιά για να σατιρίζεις και να ταπεινώνεις την αλαζονεία των κατακτητών την ώρα μάλιστα που βρίσκεσαι κάτω από την μπότα τους.
Μέσα στην καταιγίδα του πολέμου κυριαρχούσε η φωνή της. Και τα τραγούδια της χείμαρρος που ταξίδευε, θέριευε κι απλώνονταν σε κάμπους και βουνά, αγκάλιαζε πόλεις και χωριά, σύνορα και μετόπισθεν κι έμπαινε σε στρατώνες και σε νοσοκομεία και γέμιζε με δύναμη έναν ολόκληρο λαό.
Όμως η φωνή της ήταν πρόκληση για τον εχθρό και η ζωή της εκτεθειμένη σε σοβαρούς κινδύνους. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού, επειδή γνώριζε τι κεφάλαιο αποτελούσε η Βέμπο για τον αγώνα, φρόντισε να τη φυγαδεύσει στη Μέση Ανατολή, όπου ήδη είχε αρχίσει να γεννιέται ο πυρήνας μιας ελεύθερης Ελλάδας. Στη Μέση Ανατολή όπου παρέμεινε σχεδόν τρεισήμισι χρόνια (1942-1946) τραγουδούσε για να ψυχαγωγήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, συγκροτούσε θιάσους, ανέβαζε επιθεωρήσεις, έδινε ρεσιτάλ. Έδινε τα πάντα για τον αγώνα. Την ψυχή της, τη φωνή της και το μεγαλύτερο μέρος, από τα έσοδα των εμφανίσεων που πραγματοποιούσε, πήγαινε κατευθείαν για εθνικούς σκοπούς. Πρώτη σ’ όλους τους εράνους , σ’ όλες τις προσπάθειες για αποστολή βοήθειας στην Ελλάδα. Στη Μέση Ανατολή είπε σπουδαία τραγούδια: «Αθήνα και πάλι Αθήνα», «Ραντεβού στην Αθήνα», «Αγάπη μου η ώρα φθάνει», «Για σένα τραγουδώ», «Καινούργια ζωή», «Λόντρα, Παρίσι», «Πότε», «Πάντα μαζί», «Σβήσε το φως», «Τι κι αν χαθείς»…


Μετά την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής τής διέθεσε πολεμικό αεροσκάφος για να γυρίσει στην Ελλάδα. Η ζωή της δεν κινδύνευε πια. Και ενώ η καριέρα της βρισκόταν στο ζενίθ πήρε την απόφαση να πάει στην Αμερική όπου την προσκαλούσε ο απόδημος ελληνισμός. Αφού λοιπόν είχε γίνει θρύλος, πλάκα γραμμοφώνου κι είχε κατακτήσει την κορυφή, έφθασε η ώρα του σημαντικότερου ρεσιτάλ της καριέρας της στην αίθουσα του Κάρνεγκι-Χολ της Ν. Υόρκης που τσάκιζε κόκαλα. Ε! Αυτή την αίθουσα η Βέμπο την γέμισε ασφυκτικά. Όχι μια, όχι δυο, αλλά τρεις φορές μέσα στον ίδιο χρόνο. Κι όχι μονάχα τη γέμισε αλλά κάρφωσε όλον αυτόν τον κόσμο στις θέσεις του για δυόμισι ολόκληρες ώρες ολομόναχη πάνω στη σκηνή κι ατενίζοντας τους μεγαλύτερους μουσικοκριτικούς του κόσμου οι οποίοι, παρότι δεν καταλάβαιναν λέξη από τα τραγούδια της, έμεναν με το στόμα ανοιχτό αφιερώνοντάς της διθυραμβικές κριτικές. Αποθέωση μιας καριέρας που ξεκίνησε από το τίποτα και κατέκτησε τα πάντα.
Εμφανίστηκε στις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών της Αμερικής, σε αμέτρητες χοροεσπερίδες και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Ήταν η μόνη ελληνίδα καλλιτέχνης που απασχολούσε τακτικά τις στήλες των αμερικανικών εφημερίδων. Στην Αμερική έμεινε σχεδόν δυόμισι χρόνια (1947-1949) αλλά είχε πάντα τον νου της να γυρίσει πίσω. «Η Ελλάδα με δημιούργησε και σ’ αυτή θέλω να γυρίσω. Θέλω να τελειώσω της καριέρα μου στον τόπο που μου τα έδωσε όλα και με το παραπάνω» έλεγε...

Αφήνοντας πίσω δόξες και συμβόλαια, ύστερα από τιμητική πρόσκληση του Γενικού Επιτελείου Στρατού επέστρεψε στην Ελλάδα (1949) για περιοδεία στις μαχόμενες μονάδες (Εμφύλιος). Αφού ξεκουράστηκε μερικές μέρες ξεκίνησε για τις κυριότερες φρουρές της Β. Ελλάδας και τις προχωρημένες μονάδες στο μέτωπο. Δεν άφησε πλαγιά για πλαγιά στο Γράμμο και το Βίτσι, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που βρισκότανε σε απόσταση αναπνοής από τις θέσεις των αντιπάλων, αψηφώντας ριπές πολυβόλων και εκρήξεις όλμων, παίζοντας τη ζωή της κορώνα γράμματα. Για την επικίνδυνη αυτή περιοδεία το Γενικό Επιτελείο Στρατού της απένειμε το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων :

«Εις την καλλιτέχνιδα Σοφίαν Βέμπο διότι διαπνεόμενη υπό άκρως εθνικιστικών αισθημάτων και αμέτρου αγάπης προς τας Εθνικάς Ενόπλους Δυνάμεις, συνετέλεσε τα μέγιστα εις την εξύψωσιν της μαχητικότητος και του ηθικού αυτών δια συχνών συναυλιών άσματος πατριωτικού περιεχομένου τόσον εις τας διαφόρους μονάδας των μετόπισθεν όσον και δια επανειλημμένων επισκέψεών της εις τα πλέον προκεχωρημένα τμήματα της πρώτης γραμμής παρά τους κινδύνους εις ους εξετίθετο.

Ο επί των Στρατιωτικών Υπουργός,
Κ. Καλογερόπουλος
Εν Αθήναις 15-2-1950

Ένα χρόνο αργότερα το όνειρό της έγινε πραγματικότητα. Είχε πλέον το δικό της θέατρο. Το θέατρο Βέμπο. Στα χρόνια που ακολούθησαν ανέβασε πολλές επιθεωρήσεις κι έκανε πολλές και μεγάλες τραγουδιστικές επιτυχίες: «Η ταμπακέρα», «Δεν είναι αυτή ζωή δεν είναι», «Χαράμι», «Είσαι ο παράδεισος κι κόλασή μου», "Έρη, Ειρήνη», «Η πιο όμορφη αγάπη είν’ η δική μας», «Κάποιος, κάπου, κάποτε», «Μίλα μας και μη μας αγαπάς», «Μάγια μου ‘χεις κάνει», "Μη φύγεις ξανά", «Να με παίρνανε τα σύννεφα», "Σε μισώ", «Όλα ρημάδια», «Το χαστούκι», "Το φεγγάρι είναι κόκκινο",  «Ο μήνας έχει δεκατρείς», "Δεν θέλω", «Ο άνθρωπός μου», «Σ’ αγαπώ και μ’ αρέσ’ η ζωή», "Σουβενίρ ντ' Ατέν" είναι μόνο μερικές …

Όλα τα χρόνια τα καλοκαίρια εμφανιζότανε στο θέατρό της και τον χειμώνα έκανε περιοδείες. Όμως οι συνεχείς εμφανίσεις και τα ατελείωτα ταξίδια την είχαν εξουθενώσει. Παράλληλα η προσωπική της ζωή δοκιμαζότανε. Ο Μίμης δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα, δίνοντας δικαιώματα κι αφορμές για σχόλια με την ανέμελη συμπεριφορά του, τα οποία αργά ή γρήγορα φτάνανε στ' αφτιά της Σοφίας. Τα νεύρα της είχαν πλέον κλονιστεί. Για να επιστρατεύσει τις  δυνάμεις της και ν’ αντιμετωπίσει δυσκολίες, προβλήματα και (πάνω απ' όλα) τη συμπεριφορά του Μίμη, βρήκε διέξοδο στα ηρεμιστικά και το ποτό. Κλινικές, αποτοξινώσεις, ταξίδια αναψυχής, συμβουλές και παραινέσεις ήταν μόνο μια προσωρινή λύση.
Η μεγάλη στιγμή που σημάδεψε τα τελευταία της χρόνια ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου (1973). Καθώς το διαμέρισμά της βρισκόταν δίπλα, η Σοφία αψηφώντας τη χούντα των συνταγματαρχών έδωσε άσυλο σε τρομαγμένα και κυνηγημένα παιδιά παίζοντας το κεφάλι της (για μια ακόμα φορά) κορώνα-γράμματα. Κι όταν η Ασφάλεια τής χτύπησε την πόρτα είπε στον επικεφαλής:
-Εγώ δε φοβήθηκα τον Ντούτσε, δε φοβήθηκα τον Χίτλερ. Είναι δυνατόν τώρα να φοβηθώ εσάς; Είναι ποτέ δυνατόν να φοβηθώ τους δικούς μου;Και μ’ αυτή τη γενναία πράξη έπεσε η αυλαία των εθνικών της προσφορών. 


Ωστόσο η κατάσταση της υγείας της μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Αυτή η τόσο δυναμική γυναίκα ήταν τώρα αδύναμη ν’ αντικρύσει τη σκληρή πραγματικότητα: Την αρρώστια, τα γερατειά, τη μοναξιά, την καριέρα που είχε τελειώσει. Αυτό το θεριό με το τεράστιο καλλιτεχνικό εκτόπισμα, «Η Τραγουδίστρια της Νίκης», το πρωί 11 Μαρτίου 1978 έγινε θρύλος, στεφάνι, ιστορία … 

«Χάραμα εχάθηκε κι όλη η Ελλάς βουβάθηκε κι έτρεξε κοντά της
θάφτηκε με κλάματα, μα ήλιους και χαράματα έχει συντροφιά της»

 από τους τελευταίους στίχους που έγραψε ο Τραϊφόρος.

Και κάτι ακόμα σημαντικό. Ιδιαίτερα σημαντικό. Το Πολεμικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης φιλοξενεί τα θυμητάρια της σπουδαίας της καριέρας μαζί με προσωπικά της αντικείμενα, στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας εκτίθενται παράσημα, εύφημες μνείες, μετάλλια και διπλώματα μαζί με μια εθνική φορεσιά της, ενώ το Θεατρικό Μουσείο της Αθήνας φιλοξενεί το καμαρίνι της. Υπάρχει άραγε άλλη ελληνίδα τραγουδίστρια που ν’ αξιώθηκε τέτοια τιμή;

1 σχόλιο:

  1. Noμίζω ότι αυτή η τελευταία πράξη της το 1973 ήταν η πιο γενναία απ' όλες. Πόσες και πόσοι στην ηλικία της θα τα έπαιζαν όλα (ασφάλεια, σύνταξη, δόξα) για να βοηθήσουν τους κυνηγημένους;

    ΑπάντησηΔιαγραφή